- προγενέστεροι
- προγενήςborn beforemasc nom/voc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προγενέστερος — η, ο / προγενέστερος, τέρα, ον, ΝΑ [προγενής] (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι προγενέστεροι οι άνθρωποι που υπήρξαν πριν από εμάς, αυτοί που έζησαν σε παλαιότερες εποχές, οι πρόγονοι νεοελλ. 1. (κυρίως σε αντιδιαστολή προς το μεταγενέστερος και… … Dictionary of Greek
έμπροσθεν — (AM ἔμπροσθεν, Α και ἔμπροσθε) επίρρ. 1. τοπ. μπροστά 2. χρον. πριν, προηγουμένως 3. σε σύγκριση αρχ. 1. (ως πρόθ. με γεν.) (για τόπο) μπροστά από κάτι («ἔμπροσθε γὰρ αὐτῆς ἦσαν ἄλλαι νέες φίλιαι», Ηρόδ.) 2. α) τὸ ή τὰ ἔμπροσθε(ν) η πρόσοψη β) οἱ … Dictionary of Greek
απεργία — Μέσο συνδικαλιστικού διεκδικητικού αγώνα. Πρόκειται για πρόσκαιρη εγκατάλειψη της εργασίας, κατά τρόπο ομαδικό από μέρους των εργαζομένων, με σκοπό την προστασία των επαγγελματικών τους συμφερόντων. Κατά το πρώτο μισό του 19ου αι., η συλλογική… … Dictionary of Greek
επάνω — και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά) (επίρρ. συχνά και ως πρόθ.) 1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ ἡμεῑς», Αριστοφ.) 2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που… … Dictionary of Greek
επάνωθε(ν) — (AM ἐπάνωθε[ν]) επίρρ. επάνω, από επάνω, εκ τών άνω («περνά ένα μαύρο σύννεφο, επάνωθέ τους στέκει», Βαλαωρ.) αρχ. 1. στην επάνω χώρα, στην πάνω περιοχή, στα μεσόγεια («τῶν γὰρ Μακεδόνων εἰσί... ἄλλα ἔθνη ἐπάνωθεν», Θουκ.) 2. (για χρόνο) φρ. «oἱ… … Dictionary of Greek
παππούλης — και παππούλης, ο [παππούς] (υποκορ. τού παππούς) 1. (με θωπευτική σημ.) αγαπημένος παππούς 2. γέρος, γεροντάκος 3. γέροντας ιερέας 4. στον πληθ. οι παππούληδες και παππούληδες οι πρόγονοι, οι προγενέστεροι, οι παλαιοί … Dictionary of Greek
παππούς — ο 1. ο πατέρας τού πατέρα ή τής μητέρας σε σχέση με τα τέκνα τους, ο πάππος 2. γέροντας, ηλικιωμένος 3. στον πληθ. οι παππούδες οι πρόγονοι, οι προγενέστεροι 4. παροιμ. «έλα, παππού, να σού δείξω τ αμπελοχώραφά σου» λέγεται για εκείνους που… … Dictionary of Greek
πρίωρ — ορος, ὁ, Α 1. ο πρώτος 2. στον πληθ. οἱ πρίορες οι πρεσβύτεροι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. prior, ōris «πρώτος» (πρβλ. priores «προγενέστεροι»)] … Dictionary of Greek
προγίγνομαι — και ιων. και μτγν. τ. προγίνομαι Α 1. έρχομαι, πηγαίνω προς τα εμπρός, εμφανίζομαι 2. γεννιέμαι ή υπάρχω προηγουμένως, προϋπάρχω (α. «οἱ προγεγονότες θεοί», Ηρόδ. β. «οἱ προγεγονότες ἄνθρωποι» οι προγενέστεροι, Ξεν.) 3. γεννιέμαι 4. (για… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek